Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2012

"Ποτίζεις το βασιλικό, μετράς του και τα φύλλα" (Για τον Παππού τον Νίκο)



Γενικά είμαι από τους ανθρώπους που η μνήμη τους, τους απατάει. Για αυτό ακριβώς τον λόγο μερικές αναμνήσεις τις φιλάω πολύ καλά κρυμμένες μπορεί να μη θυμάμαι ακριβώς τι γινόταν αλλά θυμάμαι το συναίσθημα, τις μυρωδιές, τους ήχους. Ήταν ένας άνθρωπος δύσκολος λένε ο Παππούς μου, τον θυμάμαι αφού όταν έφυγε ήμουν αρκετά μεγάλος. Ήταν ψιλόλιγνος καμαρωτός με άσπρα πυκνά μαλλιά, και μεγάλα χείλι. Η φωνή του ήταν βροντερή και καθαρή και όταν τραγούδαγε η έλεγε παραμύθια ήταν πολύ δύσκολο να μην τον παρακολουθείς. Τα μεσημέρια είχαμε την ιεροτελεστία μας. Ψαράς στο επάγγελμα ξυπνούσε από τα μαύρα χαράματα οπότε το μεσημέρι έβαζε τις πιτζάμες του, τις παντόφλες του και αφού έκλεινε το ξύλινο καφέ πατζούρι του παραθύρι του που είχε θέα τη λεμονιά της κυρίας Φωτούλας τοποθετούσε ένα ποτήρι με νερό στο κομοδίνο του και με φώναζε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μαζί. Όπως κάθε μέρα…. Ήταν η στιγμή μας. Μου έλεγε να κάνουμε δαγκάνα δηλαδή να βάλω τα πόδια μου ανάμεσα στα γόνατά του για να μην κρυώνω και άρχιζε τα παραμύθια. Τόσα χρόνια βασανίζομαι να θυμηθώ έστω ένα!! Το μόνο που θυμάμαι είναι να λέει Παραμύθι, μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβίθι εμαλώνανε στη βρύση και τους πιάνει και η φακή και τους κλείνει φυλακήηηηηηη……… και μετά μου έλεγε κάθε φορά κι από ένα παραμύθι…..κρίμα να μην μπορώ να θυμηθώ… για ακόμα μια φορά όμως η ζωή μου επέστρεψε μια πολύτιμη ανάμνηση. Χθες δίπλα στο τζάκι αφού θυμόμασταν τα παλιά με την γυναίκα μου, την αδελφή μου και τη μητέρα μου άρχισε να ξετυλίγει ένα περίεργο κουβάρι. Η μάνα μου θυμήθηκε ένα παραμύθι που  έλεγε ο παππούς. Το θυμόταν με δυσκολία αλλά…..όλοι με μαγικό τρόπο αρχίσαμε να θυμόμαστε από κάτι… κι έτσι μετά από λίγο είχαμε το παραμύθι σχεδόν ολόκληρο. Μετά από μια μικρή έρευνα στο ίντερνετ ανακάλυψα μια παραλογή του. Λίγο εγώ, λίγο η μαμά… λίγο ελπίζω και η θεία μου αν θυμηθεί να με βοηθήσει να το συμπληρώσω και να έχουμε όλοι εμείς που τον θυμόμαστε με αγάπη ένα κομμάτι του για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιοί….γιατί μπορεί για πολλούς να ήταν παράξενος και δύσκολος…αλλά για μένα ήταν ο Παππούς ο Νίκος που έλεγε τα όμορφα παραμύθια. Ακολουθεί το παραμύθι όσο πιο κοντά στην αφήγησή του γίνεται. Όποιος από εσάς θυμάται καλύτερα παρακαλώ να μου το αποστείλει.


Ήταν μια φορά κι ένα καιρό μια όμορφη κοπελιά που ακριβώς απέναντι από το σπίτι της ήταν το σπίτι ενός νεαρού. Η κοπελιά είχε ένα βασιλικό και τον επότιζε κάθε βράδι. Την ώρα που τον πότιζε ήθελ' α προβάλλει ο νεαρός να της πει:
 -"Ποτίζεις το βασιλικό, μετράς του και τα φύλλα";
Μπαίνει η κοπελιά γρήγορα μέσα στο σπίτι νευριασμένη και καθώς την βλέπει έτσι η μάνα της τη ρωτάει τι έχει.  "Μα πως μπορώ να ποτίζω το βασιλικό και να του μετράω και τα φύλλα;" Σκέψου κι εσύ κάτι έξυπνο να του πεις τη δασκάλεψε η μάνα της. Την άλλη μέρα βγαίνει πάλι η κοπελιά στο μπαλκονάκι της και να σου και ο νεαρός.
 -"Μαντάμ, ποτίζεις το βασιλικό, μετράς του και τα φύλλα";
 Κι αυτή ήθελ' α του απηλοηθεί.
 -"Για πες μου κι εσύ Αναγνώστη, Δάσκαλος είσαι, γράμματα ξέρεις, πόσα άστρα έχει ο ουρανός"; Αυτή η δουλειά γινότανε κάθε βράδυ.
     Μια μέρα πηγαίνει ο νεαρός και ντύνεται ψαράς, παίρνει κι ένα πανέρι ψάρια κι αρχίζει να διαλαλεί «ψάρι καλό, ψάρι καλό, εδώ το φρέσκο το ψάρι». Τ' ακούει η όμορφη νέα, πετιέται στο δρόμο και φωνάζει τον ψαρά. Πλησιάζει αυτός.
 -"Βάλε μου ένα κιλό ψάρι", του λέει. Αυτός βάνει το ψάρι στη ζυγαριά, το ζυγίζει και της το δίνει. «Πόσο κάνει;», τον ρωτά.
 -"Ένα φιλί", της απαντά.
 -"Ένα φιλί";
 -"Ετσά το δίνω εγώ το ψάρι μου, ένα φιλί". Μα! μου! η κοπελιά, αμετάπειστος ο ψαράς. Τι να κάνει και αυτή, εστάθηκε και την εφίλησε. Το ίδιο βράδι όπως πάντα πηγαίνει η κοπελιά να ποτίσει το βασιλικό της.
 -"Βαγιοκλαδίζεις και ποτίζεις το βασιλικό σου, μετράς του και τα φύλλα";
 -"Για πες μου κι εσύ Αναγνώστη, Δάσκαλος είσαι, γράμματα ξέρεις, πόσα άστρα έχει ο ουρανός";
-"Ψαράς δεν ήμουνα, ψαράς εγίνηκα για ένα κιλό ψάρι σε γλυκοφίλησαι», απαντάει ο νέος.


     "Α, άσε κι εγώ α σε καταστέσω", λέει φουρκισμένη από μέσα της η κοπελιά. Μια μέρα λοιπόν πιάνει τον νέο γρίπη φοβερή αφού το έμαθε η κοπελιά ντύνεται Γιατρίνα και πηγαίνει επίσκεψη στο σπίτι του. Μπαίνει μέσα, πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, όπου βρίσκει τον νέο να κοιμάται αφού ψηνόταν στο πυρετό. Τον σκου¬ντά στον ώμο και του λέει:
 -"Ξύπνα, είμαι ο γιατρός και ήρθα να δω τι έχεις, μα τα μαντάτα είναι κακά και δεν θα την βγάλεις".
 -"Μα γιατρέ μου", φωνάζει αγουροξυπνημένος κι έντρομος ο νέος, "δε γίνεται να κάνουμε κάτι, είμαι πάνω στον ανθό της νιότης μου." κλαψούριζε κλαίγοντας ο νεαρός.
 -"Δε γίνεται τίποτα", λέει αμετάπιστη η κοπελιά, "ό,τι γράφει δε ξεγράφει".
      Το άλλο βράδι πάλι που πότιζε η νέα το βασιλικό της, να σου κι ο νέος που τελικά δεν είχε πεθάνει.
-"Βαγιοκλαδίζεις και ποτίζεις το βασιλικό σου, μετράς του και τα φύλλα";
 -"Για πες μου κι εσύ Αναγνώστη, Δάσκαλος είσαι, γράμματα ξέρεις, πόσα άστρα έχει ο ουρανός";
-"Ψαράς δεν ήμουνα, ψαράς εγίνηκα για ένα κιλό ψάρι σε γλυκοφίλησαι»
 -"Γιατρός δεν ήμουνα, γιατρός εγίνηκα με ένα μικρό ψέμα σε κορόιδεψα".
     Μετά απ' αυτό γέλασαν και οι δυο αγαπήθηκαν και την επήρε γυναίκα του και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: